Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Δημοκρατία ή βαρβαρότητα

Του Γιώργου Σιακαντάρη, Αthens Voice
 Tα τρία τελευταία χρόνια όσο περισσότερο ανθεί η πραγματική βία στην ελληνική κοινωνία, τόσο και πολλαπλασιάζονται τα κείμενα και οι απόψεις, που αντί να επιχειρούν να εξετάσουν πολιτικά το φαινόμενο της βίας, το ανάγουν σε ζήτημα ηθικής και ηθικολογικής διάστασης, του τύπου δεν «επιτρέπεται να δέρνουμε τους άλλους». Οι ανιστόρητες ταυτίσεις των διαφόρων μορφών βίας, ταυτίσεις που υποτίθεται ότι καταδικάζουν τη βία απ’ όπου και αν αυτή προέρχεται, το μόνο που κατορθώνουν είναι να αναπαράγουν τις κυρίαρχες αντιλήψεις μιας εποχής που σηματοδοτούσε το λυκόφως της προνεωτερικής κοινωνίας και το λυκαυγές της νεωτερικής. Ο Χόμπς έκανε τότε το πρώτο βήμα δείχνοντας πως η πολιτική πράξη είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ ατόμων και εξουσίας. Αυτό το βήμα όμως περιορίζονταν από την αντίληψή του, πως τα άτομα για να αποφύγουν τη ενυπάρχουσα μέσα στη κοινωνία βία οφείλουν υπό όλες τις συνθήκες να υποτάσσονται στις επιταγές και διαταγές του μονάρχη.
Ήταν όμως το 1688 όταν ο πρώτος πραγματικά φιλελεύθερος φιλόσοφος Τζων Λοκ με το έργο του Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως (στα ελληνικά από εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση και εισαγωγή του Πασχάλη Κιτρομηλίδη) νομιμοποιούσε την πολιτική- όχι τη διαπροσωπική ή την αντικοινωνική όπως είναι αυτή που ζούμε στη σημερινή Ελλάδα- ανυπακοή. Εκείνη δηλαδή την ανυπακοή που προάσπιζε τα ατομικά δικαιώματα και το συνταγματικό δημοκρατικό πολίτευμα.
Ο Λοκ, ακριβώς τις μέρες που πραγματοποιούνταν η ένδοξη ή η αναίμακτη Αγγλική Επανάσταση του 1688 και περίπου 100 χρόνια πριν τις αιματηρές Επαναστάσεις στην Αμερική πρώτα και στη Γαλλία στη συνέχεια, αλλάζει το παράδειγμα και θέτει στην ημερήσια διάταξη την προτεραιότητα της έννοιας του πολίτη, του συνταγματικού και δημοκρατικού κράτους. Μπροστά στο μείζον που για την εποχή ήταν ο αγώνας για την επικράτηση της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αυτός αναγνωρίζει το δικαίωμα άσκησης βίας, σ’ όσους πλήττονται από τον κρατικό αυταρχισμό.
Μέχρι να μετατραπεί το κράτος στον -κατά Βέμπερ- νόμιμο φορέα άσκησης βίας οι πολίτες είχαν το νόμιμο και ηθικό δικαίωμα, όπως αυτό απορρέει από το κοινωνικό τους συμβόλαιο, να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, συμπεριλαμβανόμενης και της πολιτικής ανυπακοής ή της βίας, ώστε να φθάσουν μέχρι τη δημοκρατία.
Η περίφημη πολιτική ανυπακοή δεν είναι ανακάλυψη ούτε του Λένιν, ούτε του Καρλ Σμιτ. Είναι ανακάλυψη των αστικών νεωτερικών κοινωνιών και απαίτηση του δημοκρατικού συνταγματισμού. Οι δυο μεγάλες επαναστάσεις που προανέφερα έθεσαν τα θεμέλια αυτού που είναι η σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αυτό που έκαναν και οι δυο Επαναστάσεις ήταν να διευρύνουν το πεδίο της πολιτικής συμμετοχής μέσα από την ανάδειξη του αιτήματος της λαϊκής κυριαρχίας. Αίτημα που μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στο πλαίσιο του ενιαίου μεγάλου έθνους-κράτους και μόνο μέσα από τη σταδιακή και συνεχή διεύρυνση της εκλογικής βάσης, ώστε να προσεγγίζεται με σύγχρονους όρους το αίτημα της λαϊκής συμμετοχής.
Επομένως είναι διαφορετικό πράγμα η βία που καλούνται να χρησιμοποιήσουν οι πολίτες για να ανατρέψουν τυραννικά και αυταρχικά καθεστώτα ή για να επιβάλλουν την αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία και πολύ διαφορετική η βία την οποία κάποιοι επικαλούνται, όταν κανείς δεν τους εμποδίζει να εκφράσουν τις ιδέες τους, όταν κανείς δεν τους εμποδίζει να γίνουν πλειοψηφία.
Αυτό όμως είναι και το κρίσιμο ζήτημα. Η δημοκρατία έχει τρόπους και μέσα να προστατευτεί απ’ όσους την χρησιμοποιούν με σκοπό να την καταργήσουν; Αντιμετωπίζουμε εδώ με σύγχρονους όρους το θέμα που έθεσε ο Λοκ. Πως πρέπει να αντιδρούν όσοι εκτιμούν τη δημοκρατία ως εκείνο το πολίτευμα που επιτρέπει σ’ όλους να κυβερνήσουν, έναντι εκείνων που θεωρούν πως μπορούν να την καταργούν, όταν οι ίδιοι έρχονται στην εξουσία;
Αυτό το ζήτημα είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από την καθημερινή διαπροσωπική βία, η οποία αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς στην ελληνική κοινωνία. Καθημερινή βία που όχι απλά φουντώνει, αλλά και νομιμοποιείται από τα δύο άκρα, τα οποία βεβαίως και δεν είναι ίδια. Στο βαθμό όμως που μισούν τη δημοκρατία, που τους επιτρέπει να αναπτύσσονται, είναι άκρα.
Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, η πολιτική δημοκρατία πρέπει να έχει πάντα εκείνες τις ασφαλιστικές δικλείδες που θα την προστατεύουν απ’ όσους την απειλούν. Απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα η ελληνική δημοκρατία δεν τις έχει. Το όχι στη βία, γενικά, ηθικοποιεί μια πολιτική έννοια και εντέλει βοηθά και δεν αποδυναμώνει τα άκρα.
Έτσι όμως το πραγματικό ερώτημα είναι όχι το βία ή μη βία, αλλά το δημοκρατία ή βαρβαρότητα. Χωρίς βία καμία νεωτερική κοινωνία δεν θα ήταν εφικτή και ακόμη θα ζούσαμε σε εποχές βαρβαρότητας. Αν όμως οι νόμιμοι φορείς δεν κάνουν αυτό το οποίο νομιμοποιούνται να κάνουν για να υπερασπίσουν τη δημοκρατία, αν δεν πείθουν πως είναι ικανοί να υπερασπίζουν το δημόσιο συμφέρον, τότε θα επικρατήσει είτε η νεοναζιστική είτε η βαρβαρότητα της 17ης Νοέμβρη. Σ’ αυτή όμως την περίπτωση καλείται το κράτος ως νόμιμος φορέας άσκησης βίας και οι ίδιοι οι δημοκρατικοί πολίτες ως άμεσα θιγόμενοι, να υπερασπίσουν αυτό που τους κάνει δημοκρατικό κράτος και δημοκρατικούς πολίτες: να υπερασπίσουν τη δημοκρατία έναντι της βαρβαρότητας των άκρων, με κάθε μέσο του κράτους ως του νόμιμου θεσμού οργανωμένης βίας. Και όπως έδειξε σ’ άρθρο του στην Καθημερινή ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος τέτοια μέσα υπάρχουν.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Είναι η Χρυσή Αυγή "ανομία" ;



 Με οδύνη, αν και όχι με έκπληξη, παρακολουθώ την όποια δημόσια συζήτηση για τα έργα και ημέρες της Χρυσής Αυγής, τα πιθανά αίτια ανάπτυξής της και τις πολιτικές ανάσχεσής της.
Και λέω με οδύνη διότι ο διάλογος αυτός διόλου δεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει την ουσία του θέματος, αλλά να το εντάξει σε τρέχουσες ψευτοανάγκες άλλων επιδιώξεων.
Τελευταία μάλιστα ο διάλογος αυτός έχει εμπλέξει ανθρώπους της Αριστεράς (και όχι μόνο)σε μια συζήτηση περί «ανομίας» ως την λυδία λίθο ερμηνείας αλλά  και αντιμετώπισης του τραγικού αυτού φαινομένου. 

Χωρίς να παραγνωρίζω την παράμετρο αυτή , τις ποικίλες μορφές φανερές και κρυπτόμενες  της «ανομίας» στην κοινωνία και τις πολλαπλές ευθύνες που απορρέουν ιστορικά για το φαινόμενο της «ανομίας», πιστεύω ότι πόρρω απέχει από το να ερμηνεύει το φαινόμενο του εκναζισμού της κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς.Το υποτιμά βαθιά ,αν δεν του δίνει και νομιμοποιητική βάση χωρίς να καταλογίζω τέτοια  πρόθεση στους συμμετέχοντες στο διάλογο αυτό.

Το φαινόμενο αυτό είναι πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα  με βασικά στοιχεία που διακηρύσσει ανοιχτά και  το περιγράφουν , την κάθε είδους «καθαρότητα» (και όχι μόνο την φυλετική), την μανιχαιστική  και δογματική προσήλωση στην ιδέα της καθαρότητας αυτής και την εξάλειψη κάθε άλλης διαφορετικής αντίληψης(με την εξάλειψη των φορέων των άλλων απόψεων),την ανάδειξη του μίσους ως κεντρικής  πλευράς  των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, την άρνηση της θεσμικής λειτουργίας και την υποκατάσταση της από την ωμή βία και τον εξαναγκασμό.

Δεν πρόκειται  για απλά φαινόμενο ρατσισμού ή άγριου σωβινισμού ή έστω κίνημα αυτοδικίας μπρος στην έλλειψη του οργανωμένου κράτους, όπως συχνά υποτιμάται. Το γεγονός ότι πατά σε υπαρκτά επιμέρους προβλήματα σε μια ιστορική συγκυρία (οικονομική κρίση, μεταναστευτικό, εθνικά ζητήματα,κρίση πολιτικού συστήματος κλπ) για να αναπτυχθεί, δεν αναιρεί αλλά επιβεβαιώνει τον παραπάνω χαρακτήρα του. Αλίμονο αν περιμένουμε να λυθούν όλα τα προβλήματα –έστω πολύ οξυμένα- της κοινωνίας μας, για να αποφύγουμε τον κίνδυνο άνθησης τέτοιων πολιτικών  εκφάνσεων του ολοκληρωτισμού.

Πρόκειται για μια πολιτική φιλοσοφία και πρακτική (ας μην προεκταθώ εδώ και σε άλλες ανθρωπολογικές ή ψυχολογικές ερμηνείες του φαινομένου, αν και έχουν πολύ ενδιαφέρον), ευθέως εχθρική και ανταγωνιστική προς την δημοκρατία ,την έννοια της θεσμισμένης κοινωνίας συνδιαλλαγής  και του κράτους δικαίου , των ανθρωπίνων ελευθεριών και δικαιωμάτων, πάνω στα οποία έχουν χτιστεί οι κοινωνίες μας τα τελευταία 200 χρόνια.

Συζητήσεις  περιφερειακές ως προς αυτόν τον χαρακτήρα του κινήματος αυτού, όπως τα περί «ανομίας» ή «ανεπάρκειας του κράτους» ή «μακρύ χέρι συμφερόντων», παρότι δεν στερούνται πραγματικών δεδομένων ή πιθανών  βάσιμων εκτιμήσεων, υποτιμούν το φαινόμενο, την υποβόσκουσα κοινωνική δυναμική που το φέρνει στον αφρό και δεν συμβάλλουν στην αντιμετώπισή του.
Απέναντι στον σκληρό πυρήνα του κινήματος αυτού, οφείλουμε να σταθούμε συγκεκριμένοι, να αναδείξουμε τον πραγματικό του χαρακτήρα και να ελέγξουμε κατά πόσον η κοινωνία μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί του και πως.