Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

«Ανακούφιση» και «απόγνωση»

του Κωνσταντίνου Τσουκαλά

Ως σκεπτόμενο ον, ο άνθρωπος θα μπορούσε να ορισθεί ως ένα ζώο που πορεύεται και δρα με βάση την αβεβαιότητα. Αυτή τον τρομοκρατεί, αυτή τον κινητοποιεί, αυτή τον εμπνέει, αυτή και τον επικαθορίζει, στη ζωή και στην Ιστορία. Μόλις λοιπόν «κλείσει» ένα ζήτημα, θα ξεφυτρώσουν άπειρα άλλα, εξίσου απειλητικά και προκλητικά. Η αγωνία για το μέλλον δεν κατασιγάζεται. Απλώς αλλάζει αντικείμενο, μετατοπίζεται και μετονομάζεται. Με αυτή την έννοια λοιπόν, η φαινόμενη άρση της μείζονος «εθνικής αβεβαιότητας» που, σύμφωνα με την άρχουσα γνώμη, επικαθορίζει το μέλλον, το δικό μας και εκείνο των παιδιών και εγγονιών μας, δεν μπορεί παρά να προκαλεί ανακούφιση. Η υπογραφή της δανειακής σύμβασης φαίνεται να απομακρύνει το φάντασμα της κατάρρευσης και να αποσοβεί το καταστροφικό ενδεχόμενο της άμεσης αποβολής από την ευρωζώνη και της αναγκαστικής επιστροφής στη δραχμή, ή μάλλον στους οβολούς.


Ομως η ιστορία δεν τελείωσε. Πριν ακόμα ξεχαστούν οι παλιές, νέες αβεβαιότητες έχουν ξεφυτρώσει στη θέση τους. Ακόμα και αν ελπίζεται πως θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις επερχόμενες αντιξοότητες σε εύθετο χρόνο ως πιο σοφοί, ξεκούραστοι και σφριγηλοί, στην πραγματικότητα δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μεταθέτουμε την εγγενή αγωνία μας. Αντί να κρεμόμαστε από τη συγκεκριμένη εξέλιξη της καλής ή κακής διάθεσης των ορατών σωτήρων της σήμερον, επιλέγουμε να βρεθούμε στο έλεος της αόρατης δυναμικής των «αστάθμητων παραγόντων» της αύριον. Η «ιστορική» συμφωνία δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο από μια συμπεφωνημένη αναβολή των άδηλων προεκτάσεων της εγγενούς ιστορικής πανουργίας. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Ανέκαθεν, το βασικό μέλημα της πολιτικής ήταν να κερδίζει χρόνο ενάντια στις πανούργες δυνάμεις που την υπονομεύουν.

Ετσι, η νεοπροσδιοριζόμενη αβεβαιότητα του μέλλοντός μας παραμένει κατ' ανάγκην ριζική και αθεράπευτη. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κατ' επάγγελμα ή καθ' έξιν οικονομολογούντες ομολογούν ότι είναι απολύτως αδύνατο να γνωρίζουμε αν η σωτήρια λύση είναι και «βιώσιμη» (σύμφωνα με το λεξιλόγιο του συρμού). Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι οι κατ' επάγγελμα ή καθ' έξιν σωτήρες οχυρώνονται πίσω από την απόφανση ότι, αφού δεν υπήρχαν άλλες έτοιμες «λύσεις», εκείνη που επιλέχθηκε δεν μπορεί παρά να ήταν η «καλύτερη δυνατή». Δεν είναι τέλος τυχαίο ότι οι κατ' επάγγελμα ή καθ' έξιν αποστασιοποιημένοι αναλυτές των ανθρώπινων πραγμάτων δεν κουράζονται να υπογραμμίζουν ότι οι εκ των υστέρων προγνώσεις είναι πάντα είτε μάταιες είτε εκ του πονηρού, αφού κανείς δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει τι θα είχε συμβεί αν δεν είχαν γίνει αυτά που έγιναν. Παραμένει όμως γεγονός ότι όλοι οι «άλλοι», οι κατ' επάγγελμα ή καθ' έξιν απλοί πολίτες, πάνω στη ράχη των οποίων διεξάγεται η «μάχη της εθνικής σωτηρίας», καλούνται να νιώθουν ανακούφιση με την αποκοπή του πιο κοντινού κεφαλιού της Υδρας και να αποστρέφουν με ή χωρίς βδελυγμία το βλέμμα τους από όσα παραμένουν ακόμα απόμακρα.

Υπό τους όρους αυτούς, το δίδαγμα είναι σαφές: εις πείσμα των αντιξοοτήτων, η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί παρά να κάνει ό,τι πρέπει και ό,τι είναι δυνατόν τώρα, ετούτη δηλαδή τη στιγμή - και οφείλει κανείς να ομολογήσει ότι σπάνια στο παρελθόν τα διλήμματα εμφανίζονταν τόσο πιεστικά και τόσο ανυπόφορα -, και οι αναλυτές δεν μπορεί παρά να αναμασούν τις εσωτερικευμένες ορθολογικές συνταγές με βάση τις οποίες υποτίθεται πως «πρέπει» να λαμβάνονται οι αποφάσεις. Ολοι εξάλλου γνωρίζουν πως, ούτως ή άλλως, ο λαός είναι εκείνος που θα κληθεί να υποστεί τις αναπόφευκτες πλην προβλεπόμενες ή ακόμα και προγραμματισμένες «παράπλευρες απώλειες» (ή, σύμφωνα με μιαν άλλη φρασεολογία του συρμού, να αποδεχθεί τις «θυσίες»), όποιες και να είναι αυτές. Ισως λοιπόν να μην είναι τυχαίο ότι κανείς δεν είναι σε θέση (ή ίσως και δεν επιθυμεί) να υπολογίσει με ακρίβεια, «μεσοσταθμικά» ή μη (ο καταναγκαστικός εμπλουτισμός του κοινωνικού μας λεξιλογίου δεν φαίνεται να έχει όρια!), το ύψος και τις προεκτάσεις αυτών των απωλειών, ή θυσιών, ήδη τεράστιων και προσεχώς ακόμα μεγαλύτερων, αν σκεφτούμε πως σε λίγους μήνες θα πρέπει, και πάλι, να ανοίξει και προφανώς να «κλείσει» το λεγόμενο «ασφαλιστικό». Και πιθανότατα, έπεται και συνέχεια.

Πράγματι, αν λάβουμε υπ' όψιν ότι έχοντας ήδη φθάσει στα δυσθεώρητα ιστορικά της «υψηλά», η ανεργία εξακολουθεί να καλπάζει ξέφρενα, ότι οι μισθοί και οι συντάξεις, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, έχουν ήδη μειωθεί κατά 30% τουλάχιστον, ότι η άμεση φορολογία, σε συνδυασμό με τα παντός είδους χαράτσια, έχει ήδη αυξηθεί σε ποσοστό 25% περίπου, ότι η καταπελτώδης αύξηση της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ κτλ.), σε συνδυασμό με τη διάχυτη αισχροκέρδεια, έχει ήδη οδηγήσει τις τιμές καταναλωτή σε ασυγκράτητη άνοδο και ότι τίποτε δεν φαίνεται να μπορεί να συγκρατήσει την καταπελτώδη αναρρίχηση του κόστους της ενέργειας και των μεταφορών, δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι, στα τρία μόλις χρόνια που χωρίζουν το αλήστου μνήμης 2010 από το επερχόμενο μετασωτήριο 2013, το επίπεδο διαβίωσης της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, σε πραγματικούς όρους, θα έχει περιοριστεί σε πολύ λιγότερο από το μισό. Και αναφέρομαι εσκεμμένα σε «πληθυσμό» για να αποφύγω τις κατά αμάχητο πλέον τεκμήριο δύσοσμες συνηχήσεις της λέξης «λαός» και όλων, φυσικά, των συνθετικών της.

Κατ' ανάγκην λοιπόν, η άμβλυνση της «γενικής» αβεβαιότητας σε ό,τι αφορά την πορεία της «χώρας» φαίνεται να συνοδεύεται από την «αντίστροφη» όξυνση των αβεβαιοτήτων και της απόγνωσης των ανθρώπων που την ενοικούν. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται, πιστεύω, το μείζον πρόβλημα. Είμαστε ίσως υποχρεωμένοι να αναθεωρήσουμε τους όρους υπό τους οποίους αντιμετωπίζουμε τη σχέση ανάμεσα στην υποστασιοποιημένη οντότητα που ονομάζουμε «χώρα» ή «πατρίδα» και το συγκεκριμένο σύνολο ανθρώπων που ελλείψει άλλου όρου εξακολουθούμε να ονομάζουμε «λαό». Από τη στιγμή που φαίνεται να αποκόπτονται οι επιβιωτικές διέξοδοι για την πλειονότητα των πολιτών, οι ιδέες της εικαζόμενης «συλλογικής βούλησης» και του «γενικού συμφέροντος» δεν μπορεί να παραμένουν αλώβητες. Υπό τις νέες συνθήκες, οι ιδέες του έθνους, της χώρας και της κοινωνίας ως αδιαίρετων και αδιαφοροποίητων ολοτήτων μετατοπίζονται και αλλοιώνονται. Οταν η σωτηρία του Ολου φαίνεται να μπορεί και να πρέπει να επιτελείται ενάντια στην εικαζόμενη βούληση των μελών, είναι φυσικό οι διάχυτες «θεολογικές» καταβολές του νεωτερικού πολιτικού λόγου να προσκρούουν στον αγνωστικισμό ή ακόμα και στην πολιτική αθεΐα.

Με αυτήν την έννοια, η (προσωρινή) άμβλυνση της εθνικής αβεβαιότητας απειλεί να συνεπιφέρει πολύ βαθύτερες μεταλλαγές στις πολιτειακές και πολιτικές συνειδήσεις. Από τη στιγμή που η πρόσληψη του πολιτικού και συλλογικού γίγνεσθαι φαίνεται να αποδεσμεύεται από τις καθημερινές ζωές και τις άμεσες βιοτικές προοπτικές των ανθρώπων, δεν απειλείται μόνο η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, του πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων. Απειλείται επίσης η αξιοπιστία όλων των μεγάλων πολιτικών μύθων της νεωτερικότητας, του «κοινωνικού συμβολαίου», του «γενικού συμφέροντος», της «κοινότητας του εθνικού κράτους», ακόμα και της ίδιας της ιδέας της δημοκρατίας. Στα πλαίσια αυτά λοιπόν, το ενδεχόμενο ασυγκράτητων κοινωνικών εκρήξεων και το φάντασμα της ανομίας δεν είναι κατ' ανάγκην οι πιο δυσοίωνες των ιστορικών προοπτικών. Ακόμα πιο καταλυτική μακροπρόθεσμα μπορεί ίσως να αποδειχθεί η πλήρης αποσάθρωση της ιδέας ότι το πολιτικό σύστημα εκπροσωπεί τους πολίτες και μεριμνά για την άμεση ευζωία και τύχη τους. Ειρωνικά, υπό τις συνθήκες αυτές, και ανεξάρτητα από τις καλές ή κακές προθέσεις των κυβερνώντων, η επαγγελία της «σωτηρίας» της χώρας μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην επέλευση του θανάτου της πολιτικής.

ΒΗΜΑ 26/2/2012

* Οι υπογραμίσεις είναι δικές μου και όχι του Κ.Τ.


Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Κάνε το όπως ο Roy !!!




Μπορούμε να αγωνιστούμε με ένα σακατεμένο πόδι;
Μπορούμε να αντέξουμε ακόμα λίγο χρόνο, μέχρι να μπορέσουμε να έχουμε τη δυνατότητα να επανορθώσουμε τις βλάβες και να επουλώσουμε τις πληγές μας;


Μπορούμε να εμπνεύσουμε τους γύρω μας , να δούμε το καινούργιο ως μια ευπρόσδεκτη προοπτική που μπορούμε να την διαμορφώσουμε;
Μπορούμε να δούμε κριτικά, μη -μηδενιστικά και εποικοδομητικά το παρελθόν , αποφασιστικά και με αντοχή στον πόνο το παρόν, με ελπίδα αλλά και σχέδιο το μέλλον, ή θα μείνουμε καθηλωμένοι στο άχρονο παρόν του πόνου και στην άρνηση του παρόντος εν ονόματι ενός παρελθόντος τάχαμου ονειρεμένου;

Κάνε το όπως ο Roy!!
                  

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Επιβίωση ή δημοκρατία το δίλημμα για Ελλάδα

Wolfang Munchau (F.T)

Όταν ο Wolfgang Schaeuble πρότεινε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αναβάλει τις εκλογές ως προϋπόθεση για περισσότερη βοήθεια, κατάλαβα ότι οι όροι του παιχνιδιού γίνονται πιο σκληροί. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θέλει να αποφύγει μία... εσφαλμένη δημοκρατική επιλογή. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρόταση να προχωρήσουμε σε εκλογές, αλλά να σχηματιστεί ένας μεγάλος κυβερνητικός συνασπισμός ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Η ευρωζώνη θέλει να επιβάλει τη δική της κυβερνητική επιλογή στην Ελλάδα - την πρώτη αποικία της ευρωζώνης.


Κατανοώ το δίλημμα του W. Schaeuble. Έχει υποχρεώσεις θεματοφύλακα ενώπιον του γερμανικού κοινοβουλίου και του ζητούν να συνυπογράψει ένα πρόγραμμα, του οποίου την αποτελεσματικότητα αμφισβητεί. Η αποδέσμευση των κεφαλαίων προ των εκλογών είναι επικίνδυνη. Τι θα σταματήσει την όποια νέα ελληνική κυβέρνηση και το νέο κοινοβούλιο της χώρας από τη μονομερή αλλαγή της συμφωνίας;

Η Ελλάδα δεν έχει και την καλύτερη φήμη αναφορικά με την εφαρμογή πολιτικών στις οποίες έχει συμφωνήσει. Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι κατανοητή. Για να ξεπεραστεί αυτό το θέμα, όμως, η ευρωζώνη αναζητά εγγυήσεις που είναι απίστευτα ακραίες.

Η πρόκληση της χώρας κλιμακώνεται εδώ και καιρό. Η πρώτη κίνηση ήταν η εμπρηστική πρόταση για επιβολή δημοσιονομικού κομισάριου στην Αθήνα, που θα έχει δικαίωμα βέτο σε αποφάσεις οικονομικής πολιτικής της Ελλάδας. Αφού απορρίφθηκε αυτή η πρόταση, αξιωματούχοι πρότειναν έναν ειδικό λογαριασμό, που θα εξασφαλίσει ότι η ευρωζώνη θα μπορεί να παρακρατά κεφάλαια γα την Ελλάδα ανά πάσα στιγμή, χωρίς να πυροδοτείται χρεοκοπία. Σαφέστατα, όμως, η πιο ακραία πρόταση ήταν να αναβληθούν οι εκλογές και να παραμείνει η τεχνοκρατική κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Είναι ένα θέμα να παρεμβαίνουν οι πιστωτές στη διαχείριση της πολιτικής της πιστώτριας χώρας. Είναι εντελώς διαφορετικό, όμως, να τους λέμε να αναβάλουν τις εκλογές ή να εφαρμόσουν πολιτικές που προστατεύουν την κυβέρνηση από την εκλογική διαδικασία.

Αυτές οι απαιτήσεις έρχονται σε αντίθεση και με την «κατηγορική προστακτική» του Immanuel Kant. Πρόκειται δε για απαιτήσεις που θα ήταν αντισυνταγματικές ακόμη και στη Γερμανία.

Προσφάτως, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε ότι η κυριαρχία του κοινοβουλίου είναι απόλυτη, ότι η βουλή δεν πρέπει να μεταβιβάσει εθνική κυριαρχία σε ξένους θεσμούς και πως το κάθε κοινοβούλιο δεν μπορεί να περιορίζει τις ελευθερίες της επόμενης κοινοβουλευτικής σύνθεσης. Με άλλα λόγια, οι προτάσεις έρχονται σε αντίθεση και με το ίδιο το Σύνταγμα της Γερμανίας. Με λίγα λόγια, οι προτάσεις αυτές είναι ανήθικες.

Ανώτερος Γερμανός αξιωματούχος μου είπε ότι προτίμησή του είναι να αναγκαστεί η Ελλάδα σε άμεση χρεοκοπία. Κατά συνέπεια, το μόνο που μπορώ να συμπεράνω είναι ότι η πρόταση του W. Schaeuble για αναβολή των εκλογών αποτελεί στοχευμένη πρόκληση ώστε να υπάρξει μία ακραία αντίδραση από την Αθήνα. Εάν αυτός ήταν όντως ο στόχος, φαίνεται πως είχε αποτέλεσμα.

Ο Κάρολος Παπούλιας, ο πρόεδρος της Ελλάδας, απάντησε στις... προσβολές του W. Schaeuble. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο υπουργός Οικονομικών, δήλωσε ότι κάποιοι θέλουν να ωθήσουν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης. Πληθαίνουν οι θεωρίες συνωμοσίας. Στην Ελλάδα δεν περνά ούτε μία ημέρα χωρίς κάποια γελοιογραφία στον Τύπο όπου η Angela Merkel και ο Wolfgang Schaeuble παρομοιάζονται με Ναζί. Οι βουλευτές στη Γερμανία εξέφρασαν την οργή τους απαντώντας στην ελληνική οργή. Η Bild, η μεγάλης κυκλοφορίας γερμανική εφημερίδα, ζητά εκδίωξη της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Τρέμω στην ιδέα μιας πράξης βίας που θα διαπραχθεί ενάντια σε Γερμανούς στην Ελλάδα ή ενάντια σε Έλληνες στη Γερμανία. Αυτό είναι το είδος της σύγκρουσης που θα μπορούσε εύκολα να κλιμακωθεί.

Η κατάσταση αυτή φέρνει στην επιφάνεια το πόσο ευάλωτη είναι πολιτικά η τρέχουσα στρατηγική στήριξης της ευρωζώνης. Ας παραμερίσουμε για μία στιγμή τα οικονομικά επιχειρήματα κι ας εξετάσουμε το θέμα πολιτικά. Όσοι ζητούν αύξηση του πακέτου στήριξης θα πρέπει να θυμούνται ότι η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών κοντεύει να εξαντληθεί. Κι αυτό συνέβη μάλιστα προτού εκταμιευθεί το πρώτο σεντς από τα πακέτα στήριξης. Παράλληλα, όμως, είναι και το πιο ισχυρό επιχείρημα για τη δημοσιονομική ενοποίηση.

Εάν στόχος είναι να μετακινούνται εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, τότε αυτό δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε διακυβερνητική βάση, όπου η Γερμανία, η Ολλανδία και η Φινλανδία πληρώνουν για την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ένα ομοσπονδιακό σύστημα. Είναι απαραίτητο όχι μόνο για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, αλλά για να αποτραπεί σύγκρουση του τύπου Γερμανία εναντίον Ελλάδας. Εάν η δημοσιονομική ενοποίηση αποδειχθεί πολιτικά μη αποδεκτή, τότε θα πρέπει απλώς να παραδεχθούμε ότι το σύστημα μεταφοράς ασφάλειας δεν μπορεί και δεν πρέπει να συμβεί.

Ο λόγος για τον οποίο το τρέχον σύστημα καταρρέει είναι η απώλεια αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Περιορίζει τις πολιτικές επιλογές αντιμετώπισης της κρίσης. Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι η αιτία για την οποία το ελληνικό πακέτο στήριξης έχει καθυστερήσει μέχρι να φτάσει στο παρά πέντε και γιατί υπάρχουν τόσο πολλές ασφαλιστικές δικλίδες: εφαρμογές προθεσμιών, ειδικοί λογαριασμοί και μόνιμη εκπροσώπηση των πιστωτών και του ΔΝΤ. Σύντομα θα υπάρξει μεγαλύτερη λιτότητα. Σε κάποιο σημείο… κάποιος θα σπάσει.

Η γερμανική στρατηγική φαίνεται πως στόχο έχει να γίνει τόσο αφόρητη η ζωή των Ελλήνων ώστε να θελήσουν από μόνοι τους να φύγουν από την ευρωζώνη. Η An. Merkel σίγουρα δεν θέλει να την πιάσουν με ένα όπλο στο χέρι που ακόμη θα καπνίζει. Είναι η στρατηγική της υποβοηθούμενης αυτοχειρίας, η οποία όμως είναι πολύ επικίνδυνη και ανεύθυνη.

ΠΗΓΗ: http://www.euro2day.gr/


Σχόλιο από anestios: Έτσι , για να δούμε με το μάτι και ενός τρίτου, που βρισκόμαστε. Δεν σηκώνει
δηλαδή ούτε απλουστευτικές προσεγγίσεις, ούτε μονόδρομους, ούτε μια από τα ίδια τα παλιά και γνωστά. Πολιτικά δηλαδή να κατανοήσουμε όλες τις πλευρές των διλλημάτων που τίθενται και της δυναμικής που η κάθε πλευρά είναι δυνατόν να αναπτύξει, τη θέση μας μέσα σε αυτό τον κυκεώνα
αντιθέσεων και επιδιώξεων ταυτόχρονα με τη αμφισημία τους. Να δούμε εναλλακτικές πορείες και επιλογές, χωρίς κολλήματα αλλά και χωρίς τυχοδιωκτισμούς.
 Έχουμε τη νηφαλιότητα , την ψυχραιμία, το καθαρό μυαλό να τα εκτιμήσουμε; Μπορούμε να ξεφύγουμε από τα διάφορα κλισέ που μας ακολουθούν από μια άλλη φάση της ιστορίας και να κάνουμε "συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης"; Μπορούμε να δούμε τις έστω μικρές δυνατότητες που υπάρχουν, εξαντλώντας τες; Μπορούμε να διατηρήσουμε πάσει θυσία την Δημοκρατία και την Αξιοπρέπεια και πάνω σε αυτές να χτίσουμε;
Μπορούμε να μην είμαστε οι πρώτοι που θα "σπάσουμε";

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Η επόμενη ημέρα της χρεωκοπίας



Επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια- και αρκετά θα φτωχύνουμε στην τσέπη, μην φτωχύνουμε και στο μυαλό μας- οι επιλογές μας σήμερα δεν είναι ούτε «μονόδρομος», ούτε «ίσωμα» και απλά συνθήματα τύπου «ναι» και «όχι» δεν χωράνε.


Δυστυχώς πια ένα «ναι» ή «όχι» δεν φτάνει.

Το «ναι» πλεονεκτεί έναντι του «όχι», μόνο σε ένα μικρό πράγμα.

Στο ότι «κερδίζει» και με δυσανάλογα μεγάλο κόστος μάλιστα, ένα ελάχιστο (μα πραγματικά ελάχιστο ) χρόνο, μπας και.... Κυριολεκτικά η ελπίδα του ετοιμοθάνατου μπας και...βρεθεί στο λίγο αυτό χρόνο το φάρμακο που θα τον θεραπεύσει.

Η τραγωδία δεν είναι ότι κινούμαστε μεταξύ μιας χρεωκοπίας και μιας «χρεωκοπίας».

Είναι κυρίως ότι, για καμιά από τις δύο επιλογές (ή μάλλον σε όποια και από τις δύο καταστάσεις τύχει να βρεθούμε) δεν υπάρχει το παραμικρό πλάνο για το πως αντιμετωπίζουμε την κατάσταση .Δεν υπάρχει καμιά απόπειρα σχεδίου για την επόμενη μέρα.Απουσιάζει δηλαδή η πολιτική, μένει η μικροπολιτική, το καραγκιοζιλίκι και η πολυποίκιλη άρνηση της πολιτικής.

Θα έχουμε το χρόνο, μαρτυρικό αλλά ίσως και λυτρωτικό, να καταλογίσουμε ευθύνες , να το βιώσουμε σαν τραγωδία, να χωνέψουμε ότι δεν υπάρχει από μηχανής θεός.

Θα βιώσουμε το δράμα του Επιμηθέα.

Θα κατανοήσουμε ότι χωρίς πολιτική δεν υπάρχει κοινωνία και πρόοδος

Θα μάθουμε ότι καμιά φορά την Λύση την δίνει η Καταστροφή

Ας κρατήσουμε από τον κόσμο που φεύγει, δυο πράγματα μόνο: Δημοκρατία και Αξιοπρέπεια. Αν χάσουμε και αυτά , δεν θα έχει μείνει ελπίδα να πάμε πάλι από την αρχή

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Στο ακρωτήρι της τελευταίας ελπίδας

Το ελληνικό δράμα ως συνισταμένη της ευρωπαϊκής και εθνικής κρίσης


του Γιάννη Βούλγαρη


Η Ελλάδα παίζει τις παρατάσεις στο γήπεδο Ευρώπη. Μια χώρα σε νευρικό κλονισμό που θέλει να αποφύγει την καταστροφή, αλλά ταυτόχρονα τόσο κουρασμένη που είναι έτοιμη να εγκαταλειφθεί στη μοίρα της. Τώρα ή σε λίγους μήνες. Μια χώρα που σε μια γενιά έκανε την Τράπεζα από καταθετήριο των μικρών «οικογενειακών οικονομιών» σε δανειστή εισοδήματος που δεν παράγεται, ετοιμάζεται να κάνει ουρές απέξω για να σώσει τις καταθέσεις πριν χαθούν σε δραχμές. Μια χώρα που έκανε το αυτοκίνητο δεύτερο σπίτι και κοινωνική μαγκιά, ετοιμάζεται να παίρνει βενζίνη με το δελτίο. Μια χώρα που κατάπινε σωρηδόν τα φάρμακα όσο κανείς άλλος στην Ευρώπη, ετοιμάζεται να τα ψάχνει στη μαύρη αγορά.


Η παγκόσμια κρίση του 2008 υπενθύμισε σε όσους το είχαν ξεχάσει ότι ο παγκοσμιοποιημένος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός δεν είχε ξεπεράσει την αστάθεια και τις περιοδικές κρίσεις του «ιστορικού καπιταλισμού». Αντιθέτως τις είχε επιτείνει. Ο ενιαίος όμως χαρακτήρας της κρίσης έβαλε το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων στις αδυναμίες κάθε περιοχής και χώρας. Η ευρωζώνη βρέθηκε και βρίσκεται στη μέση της θύελλας. Οι «αγορές» τής ζητάνε κάποιου είδους «κράτος» εδώ και τώρα. Οι ΗΠΑ του Ομπάμα θέλουν να ανασυντάξουν τη γεωπολιτική οντότητα της «Δύσης», αφού η κρίση μετατόπισε δραστικά την ισχύ προς την Απω Ανατολή. Η Ελλάδα αποτέλεσε από την αρχή ακραία εκδήλωση της κρίσης της ευρωζώνης καθώς «κατόρθωσε» να συνδυάσει τρεις κρίσεις ταυτόχρονα (δημόσιο έλλειμμα, δημόσιο χρέος, μεγάλο έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών). Ετσι, το ελληνικό δράμα αποτέλεσε συνισταμένη της ευρωπαϊκής και της εθνικής κρίσης. Το ίδιο και η πολιτική αντιμετώπισή του. Οι «αγορές» πρώτες, από τα τέλη του 2009, διέγνωσαν σωστά ότι η ελληνική ήταν δυνάμει κρίση του ευρώ. Αντιθέτως, η ΕΕ και η Γερμανία άργησαν να το καταλάβουν, αντιμετωπίζοντας αρχικά την Ελλάδα σαν τοπική αρρώστια που χρειαζόταν τοπικό φάρμακο. Οταν αργότερα ξέσπασε η κρίση της Νότιας Ευρώπης, άρχισε η αναζήτηση «συστημικών» απαντήσεων και πολιτικών μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση της ενοποίησης, με ρυθμούς αργούς για το μέγεθος της κρίσης, ταχύτατους όμως για τις ώς τότε «συνήθειες» των κρατών-μελών (ο χαρακτήρας και η διορατικότητα των απαντήσεων είναι άλλο θέμα). Ετσι το ελληνικό πρόβλημα έγινε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο.

Τα θαύματα όμως, τουλάχιστον στην Ελλάδα, κρατάνε μόνο τρεις μέρες. Στην περίπτωσή μας, η παγκόσμια κρίση εκτός από το τριπλό έλλειμμα, ανέδειξε και την τρομερή αδυναμία του πολιτικοκομματικού συστήματος, όπως επίσης και τη δύναμη χειραγώγησης ενός καταστρεπτικού μιντιακού συστήματος. Κατάληξη; Ο εθνικός άθλος να καταστήσουμε ξανά «ιδιαίτερη περίπτωση» το ελληνικό πρόβλημα που είχε γίνει ευρωπαϊκό. Ολοι συνέβαλαν. Η καραμανλική ΝΔ έφτασε τη χώρα ανοχύρωτη στην παγκόσμια κρίση του 2007-08, αρνήθηκε να πάρει την ευθύνη των αναγκαίων μέτρων, διαφήμισε τα Greek statistic, και ύστερα «την έκανε». Το ΠΑΣΟΚ κοίμισε και κοιμήθηκε με το ότι «λεφτά υπάρχουν». Προς τιμήν του ύστερα ανέλαβε την εθνική ευθύνη των δύσκολων μέτρων, αλλά χωρίς να ξέρει τι να διαπραγματευτεί, χωρίς να είναι σε θέση να τα εφαρμόσει καθώς διευθυνόταν από μια περί διαγραμμάτου ηγεσία, σε στυλ ελευθεριακό αλλά και «το μαγαζί είναι του πατέρα», στηριγμένη στο πιο παλαιοκομματικό τμήμα του «παπανδρεϊσμού». Εμεινε έτσι έκθετη όχι μόνο στη σκληρότητα της κρίσης, αλλά και στη δημαγωγία της «επαναδιαπραγμάτευσης», της πρώτης μαγικής λύσης με την οποία παραμύθιασαν τους δοκιμαζόμενους πολίτες η ΝΔ του κ. Σαμαρά και η ηλιθιότητα των χρήσιμων προπαγανδιστών του που είχαν βαλθεί να τον φέρουν στην εξουσία. Σήμερα η ΝΔ του κ. Σαμαρά, η Δεξιά και η Κεντροδεξιά, βρίσκεται με την «καυτή πατάτα» στο χέρι και καλείται να δείξει εμπράκτως την πατριωτική της ευθύνη: να κρατήσει την Ελλάδα στην Ευρώπη, στην οποία ανήκουμε. Εχει όμως με τη σειρά της να αντιμετωπίσει τη δημαγωγία της νέας «μαγικής λύσης», τη λύση της δραχμής, με την οποία παραμυθιάζουν τους εξουθενωμένους Ελληνες οι μελλοντικοί αρχιμαυραγορίτες και ανοήτως ένα μεγάλο μέρος της παραδοσιακής Αριστεράς.

Ο «κύκλος της χαμένης πολιτικής», ο «κύκλος των ανενδοίαστων δημαγωγών». Συνδυάστηκαν στην πιο άθλια σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο πολιτική διαχείριση της κρίσης, μετατρέποντάς την σε υπαρξιακή, γεωπολιτική και ιστορική. Θα είναι η τρίτη φορά που αυτή η χώρα, ενώ ιστορικά έχει δείξει αξιοσημείωτη δεκτικότητα στην πρόοδο, θα την «πατήσει» γιατί θα χάσει τον προσανατολισμό της και την ορθοφροσύνη της σε άλλη μία περίοδο παγκόσμιας γεωπολιτικής σύγχυσης και ανακατάταξης. Την έπαθε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τη μικρασιατική ήττα, την έπαθε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με τον Εμφύλιο. Τώρα ή μετά μερικούς μήνες, κινδυνεύει να βρεθεί εκτός Ευρώπης σε μια μάλιστα περίοδο που επιταχύνονται οι εκεί διεργασίες.

Παίζουμε τις παρατάσεις. Η πρώτη είναι τώρα. Ελπίζουμε ότι η πολιτική ηγεσία και η κοινωνία θα τα καταφέρουν να μείνουμε στο παιχνίδι. Η επόμενη παράταση θα είναι μετά τις εκλογές (που δεν μπορούν να αργήσουν πολύ) και την πολιτική δυναμική που από αυτές θα προκύψει. Προς Θεού δεν χρειαζόμαστε άλλες «κόκκινες γραμμές», χορτάσαμε, άλλωστε είναι (και δεν μπορεί παρά να είναι) χαραγμένες την άμμο όσο δεν αποτελούν απολήξεις μιας εθνικής στρατηγικής εξόδου από την κρίση. Χρειαζόμαστε το δικό μας εθνικό σχέδιο και μια στοιχειώδη κοινωνική ψυχραιμία, ώστε να κάνουμε και πάλι το ελληνικό πρόβλημα αξιόπιστα ευρωπαϊκό και παγκόσμιο.

Τα διακυβεύματα, τώρα και τους προσεχείς αρκετούς μήνες, είναι ιστορικών διαστάσεων. Διακυβεύεται η βαθύτερη σχέση Ευρώπης - Ελλάδας που τείνει να γίνει σχέση αμοιβαίας εχθρότητας με αμφίπλευρες ευθύνες. Για όσους έχουν λίγη αίσθηση της εθνικής μας ιστορίας καταλαβαίνουν ότι όταν χαθεί ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός θα βγει στην επιφάνεια η χειρότερη όψη της Ελλάδας. Γεωπολιτικά εξάλλου, θα βρεθούμε χωρίς ισχυρές συμμαχίες στη νέα πυριτιδαποθήκη του Κόσμου, τον άξονα Μεσόγειος - Εγγύς και Μέση Ανατολή - Ιράν, όπου αναδιαμορφώνονται οι παγκόσμιοι συσχετισμοί με βασικούς πόλους τις ΗΠΑ και την Κίνα. Διακυβεύεται η μορφή του κομματικού συστήματος που από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μορφοποίησε βαθμιαία μετά τη δικτατορία σε συντεταγμένα κόμματα τις τρεις ιστορικές παρατάξεις του 20ού αιώνα (Αριστερά, Κέντρο, Δεξιά). Χοντρικά μιλώντας, οι μεγάλες ιστορικοπολιτικές παρατάξεις - κόμματα λειτούργησαν θετικά στην ελληνική πολιτική, ιδίως όταν βρήκαν ικανές ηγεσίες. Ενσωμάτωναν σε γενικούς στόχους τον κατακερματισμό μιας κοινωνίας με μικρές δομές και συσσωματώσεις. Περιοδικά έμπαιναν σε κρίση και διαδικασίες αναμόρφωσης με καλύτερα ή χειρότερα αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο ήδη εξελίσσεται καθώς το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε κατάσταση διάχυσης και αναρχίας, με το θετικό όμως ότι ο βασικός αποδέκτης προς το παρόν είναι η ΔΗΜΑΡ. Η εξέλιξη των διεργασιών σε αυτόν τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς και της δημοκρατικής Αριστεράς εξαρτάται από το κατά πόσο το ΠΑΣΟΚ θα λύσει το πρόβλημα της ηγεσίας εδώ και τώρα (αφού δεν το έλυσε χθες) και από την αποφασιστικότητα της ΔΗΜΑΡ να στηρίξει την παραμονή της χώρας στο ευρώ, τιμώντας την παράδοση του αριστερού ευρωπαϊσμού που καθιέρωσαν μεγάλα ονόματα όπως ο Ηλίας Ηλιού και ο Λεωνίδας Κύρκος. Διακυβεύεται, τέλος, η τροπή που θα πάρει το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας στην πορεία εξόδου από την κρίση. Οι προηγούμενες κοινωνικές ισορροπίες μεταξύ μεσαίων στρωμάτων, μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, νέων και ηλικιωμένων, «εντός» και «εκτός» του συστήματος, έχουν σπάσει ανεπίστρεπτα. Η εξελισσόμενη «εσωτερική υποτίμηση» και η «ευελιξία» θα παγιωθούν σε ένα μοντέλο που θα εξαρτά την ανταγωνιστικότητά του από τη φτηνή εργατική δύναμη, ή θα γίνουν εφαλτήριο για μια νέα ποιοτικά αναβαθμισμένη συμμετοχή στη διεθνή οικονομία;

Η Ελλάδα χρειάζεται χρήματα, αλλά χρειάζεται επίσης αίσθημα ιστορικής ευθύνης και την ορθοφροσύνη της πολιτικής ηγεσίας.

ΝΕΑ 11/2/2012

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Θα μπορούσε η Γερμανία να γίνει... BRIC;

Wolfgang Munchau (Financial Times)
Αναδημοσίευση από το http://www.euro2day.gr/

Η Angela Merkel επισκέφθηκε το Πεκίνο, ενώ η εμπορική σχέση της Κίνας με τη Γερμανία ενισχύεται σε τέτοιον βαθμό ώστε να πλησιάζει να εκθρονίσει τη Γαλλία από το βάθρο του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου του Βερολίνου. Όταν αυτό συμβεί θα είναι μία στιγμή-ορόσημο. Και θα ενθαρρύνει εκείνους που ήδη θέτουν το εξής ερώτημα: μήπως η Γερμανία θα πρέπει να διαχωρίσει τη θέση της από την ευρωζώνη και να γίνει μία BRIC, δηλαδή μία μεσαίου μεγέθους παγκόσμια οικονομική δύναμη όπως η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία και η Κίνα;

Άκουσα πρώτη φορά γι' αυτήν την άποψη από τον Ulrike Guerot, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Διεθνείς Σχέσεις, ο οποίος αντιτίθεται πολύ στην αποσχιστική και αντιευρωπαϊκή τάση που επικρατεί στη Γερμανία. Η πιο σαφής διατύπωση αυτής της πρότασης έγινε προσφάτως από τον Wolfgang Reitzle.

Ο διευθύνων σύμβουλος του γερμανικού βιομηχανικού ομίλου Linde δήλωσε πως η Γερμανία θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο εξόδου από την ευρωζώνη. Παραδέχθηκε πως βραχυπρόθεσμα μία τέτοια κίνηση θα προκαλέσει προβλήματα, αλλά υποστήριξε πως μακροπρόθεσμα θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Πάντα πίστευα ότι η εμμονή της Γερμανίας με την ανταγωνιστικότητα είναι μία από τις βαθιές αιτίες της κρίσης στην ευρωζώνη. Η ενεργή επιδίωξη μεγάλων πλεονασμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών έχει συμβάλει στη δημιουργία των εσωτερικών ανισορροπιών της ευρωζώνης. Για μία χώρα του μεγέθους της Γερμανίας η πολιτική αυτή μπορεί να είναι εφικτή - αν και εσφαλμένη. Για την κατά πολύ μεγαλύτερη ευρωζώνη, όμως, η πολιτική αυτή είναι μη βιώσιμη.

Στην ίδια κατεύθυνση -αν και λιγότερο επιθετικά από ό,τι η απαίτηση για στρατηγική τύπου BRIC- κινείται το αίτημα για έξοδο της Ελλάδας και άλλων χωρών της περιφέρειας από την ευρωζώνη. Αυτήν την άποψη εξέφρασε πρόσφατα ο Klaus-Peter Muller, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Commerzbank.

Είναι σαφές ότι η διατήρηση της ενότητας της ευρωζώνης δεν είναι πλέον προτεραιότητα για το επιχειρηματικό και το χρηματοοικονομικό κατεστημένο της Γερμανίας. Παρότι τη δεκαετία του 1990 ήταν ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της νομισματικής ένωσης.

Η απογοήτευση του γερμανικού κατεστημένου από τους γείτονές του στη Δύση και στον Νότο συμπίπτει με την ανάδειξη της εκτίμησης που τρέφει για τα κράτη της Ανατολής. Προσφάτως, κάποιος μου υπενθύμισε αυτήν την αλλαγή κατά τη διάρκεια δείπνου στο Βερολίνο με μία ομάδα δημοσιογράφων.

Ένας εξ αυτών με πληροφόρησε ότι οι Βερολινέζοι θεωρούν πλέον ότι η Μόσχα είναι μακράν η πιο «cool» πόλη στην Ευρώπη, μετά το Βερολίνο βεβαίως. Ψηλά στις προτιμήσεις τους βρίσκεται και η Βαρσοβία, σε μεγάλη απόσταση από το Λονδίνο, το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη. Το παλαιό Βερολίνο χωρίζεται στο δυτικό και στο ανατολικό. Η νεολαία του Βερολίνου κοιτά Ανατολικά. Οι γερμανικές επιχειρήσεις, όμως, κοιτούν ακόμη παραπέρα…, στην Άπω Ανατολή.

Στην ευρωζώνη γίνεται ήδη αισθητό ότι η Γερμανία αρχίζει να διαχωρίζει τη θέση της. Μετά το τραγικό συμβάν στις ιταλικές ακτές με το κρουαζιερόπλοιο Concordia, κάποια ιταλική εφημερίδα δημοσιοποίησε μία γελοιογραφία με τη Γερμανίδα καγκελάριο σε ναυαγοσωστική λέμβο να απομακρύνεται από το πλοίο Discordia (λογοπαίγνιο, που παραπέμπει στη λέξη «ασυμφωνία»), αγνοώντας εκείνους που της φωνάζουν να επιστρέψει στο κατάστρωμα.

Ακόμη κι εγώ θεωρώ πως αυτό είναι άδικο για την An. Merkel. Μπορεί να υπέπεσε σε σοβαρά λάθη πολιτικής κατά τη διαχείριση της κρίσης και αδιαμφισβήτητα θα κάνει και άλλα στο μέλλον. Δεν προετοιμάζεται, όμως, για έξοδο της Γερμανίας από την ευρωζώνη.

Εάν, όμως, οι Γερμανοί θελήσουν να επανατοποθετηθούν στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη, το πολιτικό σύστημα θα βρει έναν τρόπο να προσαρμοστεί.

Ουσιαστικά, αυτό που τίθεται επί τάπητος είναι μία παραλλαγή του γνωστού γερμανικού ζητήματος. Μετά την ενοποίηση, η Γερμανία είναι πλέον πολύ μεγάλη για να είναι ένα ακόμη κράτος-μέλος της Ε.Ε., αλλά όχι τόσο μεγάλη ώστε να γίνει υπερδύναμη. Ο υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας, Radoslaw Sikorski, προσφάτως ζήτησε μεγαλύτερη γερμανική ηγεσία στην Ευρώπη. Τις ελάχιστες φορές όμως όπου η Γερμανία πήρε τα ηνία, αντιμετωπίστηκε με περιφρόνηση.

Κατά βάθος, οι Γερμανοί δεν θέλουν να ηγηθούν της Ευρώπης γιατί δεν είναι έτοιμοι να πληρώσουν το τίμημα της ηγεσίας. Γι' αυτό, άλλωστε, ήταν τόσο σημαντικό για τη γερμανική κυβέρνηση να παρουσιάσει ένα σαφώς ορισμένο πλαφόν για τη μέγιστη συνεισφορά της χώρας στα πακέτα στήριξης.

Ωστόσο, όσοι υποστηρίζουν τη στρατηγική BRIC, θεωρούν ότι είναι μία διέξοδος από αυτό το δίλημμα του… δύσχρηστου μεγέθους. Είναι σαφές, παρ' όλα αυτά, ότι δεν θα έχει αποτέλεσμα.
Η Γερμανία σε μεγάλο βαθμό αντλεί τη δύναμή της από τη χαμηλή ισοτιμία του νομίσματος που χρησιμοποιεί. Αυτό αποδίδεται σε συνδυασμό λιτότητας στους μισθούς και μείωσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του δολαρίου και άλλων νομισμάτων, ως αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης της κρίσης.
Εάν ξαφνικά εμφανιζόταν ένα νέο γερμανικό μάρκο, τότε θα εξανεμίζονταν τα κέρδη της τελευταίας δεκαετίας. Και η Γερμανία, άλλωστε, ήταν από εκείνους ευεργετήθηκαν περισσότερο από την ευρωπαϊκή αγορά.

Εάν η Γερμανία πάρει τον δρόμο του κ. Reitzle στη ζώνη των χωρών BRIC, τότε πολλές εταιρίες, ακόμη και οι δικές του, θα δελεαστούν να μετεγκατασταθούν στην περιφέρεια της ευρωζώνης, που θα έχει πιο ελκυστική συναλλαγματική ισοτιμία. Θα είναι η ύστατη ειρωνεία. Οι υποστηρικτές της εξόδου της Γερμανίας από την ευρωζώνη θα ανακαλύψουν ότι η θεωρία τους δεν είναι βιώσιμη λύση ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά. Η Γερμανία είναι μία πολύ παλιά και πλούσια ευρωπαϊκή χώρα, της οποίας ο πληθυσμός μειώνεται.
Είναι με άλλα λόγια το ακριβώς αντίθετο από μία χώρα BRIC


*Σχόλιο από anestios: Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο, που μεταφέρει προβληματικές που συζητιούνται
στην Γερμανία κιαίσως συμπληρώνει πιθανές ερμηνείες για την στάση των Γερμανών στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Κρίσης

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Oι ηθικολογικές ερμηνείες της κρίσης αθωώνουν την πολιτική εξουσία

Συνέντευξη με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά
(Αναδημοσίευση  από το http://www.rednotbook.gr/)


Η κρίση που έχει ξεσπάσει από το 2008 δεν πλήττει μόνο την εργατική τάξη, αλλά και ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία η Αριστερά καλείται να εκφράσει. Ανατρέχοντας όμως στην κρίση της δεκαετίας του ’70, παρατηρεί κανείς ότι, στην προσπάθεια να συμπεριλάβει στη στρατηγική της τα τμήματα αυτά της κοινωνίας, η Αριστερά τους μίλησε τη γλώσσα του Έθνους – της πατρίδας, της ανάταξης της εθνικής οικονομίας, της υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος. Αυτό συνέβη στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Βρετανία, αλλά και εδώ. Κάνοντάς το όμως αυτό, η Αριστερά φάνηκε να υπογράφει την ίδια στιγμή και την απώλεια της κοινωνικής της αυτονομίας, τη συνθηκολόγησή της με το κεφάλαιο. Με δεδομένη αυτή την εμπειρία, τι είδους οριοθετήσεις έναντι του «έθνους» οφείλει να κάνει η Αριστερά, προκειμένου να είναι πολιτικά αποτελεσματική ως τέτοια;


Κ.Τ.: Ας ξεκινήσουμε από ένα ζήτημα που είναι θεμελιώδες. Όπως αναφέρατε, αυτή τη στιγμή φαίνεται να πλήττονται από την κρίση πολλές κοινωνικές κατηγορίες, οι οποίες μέχρι τώρα συγκροτούσαν τα λεγόμενα μεσοστρώματα ή τις μεσαίες τάξεις. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Υπ’ αυτή την έννοια βρισκόμαστε, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, στην αρχή μιας διαδικασίας γενικότερης υποβάθμισης των μεσαίων στρωμάτων, με αποτέλεσμα οι κοινωνίες να μην είναι καν αυτό που ονόμαζαν κοινωνίες των δύο τρίτων, αλλά να τείνουν προς την κατεύθυνση κοινωνιών των δύο ή τριών δεκάτων. Αν συνεχίσουμε στην ίδια κατεύθυνση, το εβδομήντα και πλέον τοις εκατό του πληθυσμού, που υποβαθμίζεται διαρκώς, θα είναι, εν δυνάμει τουλάχιστον, αντιμέτωπο με παρόμοια προβλήματα με αυτά που αντιμετώπιζε η κατά κυριολεξίαν εργατική τάξη. Ως εκ τούτου, τίθεται ένα θέμα επαναπροσδιορισμού των συλλογικών υποκειμένων στα οποία αποτείνονταν οι αριστερές δυνάμεις -- και πάλι όχι μόνο στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά παντού. Το πρόβλημα είναι τεράστιο διότι η γλώσσα της Αριστεράς, η κατά παράδοση ισχύουσα θεωρία της αριστερής σκέψης, είχε και έχει ακόμα τεράστιες δυσκολίες να προσβεί σε αυτά τα νέα και υπό διαμόρφωση πολιτικά υποκείμενα, τα οποία μεταβάλλονται συνεχώς στο πλαίσιο της σημερινής παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.

Εδώ βρίσκεται πιστεύω ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα που οδηγούν στην συνεχιζόμενη ιστορική αφασία ενός τμήματος της Αριστεράς. Είναι ολοένα και πιο δύσκολο να ορίσει κανείς με βάση τα παραδοσιακά επιστημολογικά και πολιτικά εργαλεία σε ποιους αποτείνεται κανείς όταν θέλει να αλλάξει τον κόσμο και με ποιους μπορεί να συμμαχήσει στη διαδικασία αυτή. Δεν πρόκειται όμως πια για μια συμμαχία (όσο δύσκολη και αν είναι η πραγματοποίησή της) μεταξύ μικροαστικών στρωμάτων και εργατικής τάξης, όπως εμφανίζονταν τα πράγματα προ πενήντα ή προ εκατό ετών. Πρόκειται για την δημιουργία ενός εντελώς νέου συλλογικού υποκειμένου, το οποίο κανείς δεν μπορεί ακόμα να ορίσει, και γι’ αυτό είναι απολύτως επιτακτική η ανάγκη μιας πιο θεωρητικής προσέγγισης των κοινωνικών μεγεθών και των κοινωνικών διεργασιών. Μόνο αυτή η προσέγγιση, πιστεύω, επιτρέπει στην Αριστερά να προσδιορίσει τα συλλογικά υποκείμενα στα οποία αποτείνεται.

Από την «κίνηση των 32» μέχρι την Πρωτοβουλία «Για την Ελλάδα, τώρα», που στηρίζει η κ. Διαμαντοπούλου, η συγκυρία του Μνημονίου σηματοδοτεί μεταξύ άλλων την ανάδυση μιας «μνημονιακής διανόησης», που ευθυγραμμίζεται με την κρατική στρατηγική στο όνομα της σωτηρίας «της χώρας». Έχει ενδιαφέρον μάλιστα ότι οι εν λόγω διανοούμενοι επικαλούνται έναν ορισμένο φιλελευθερισμό, ενώ υπερασπίζονται μια πολιτική που στην πραγματικότητα ακυρώνει το κεκτημένο του φιλελεύθερου κράτους δικαίου.


Κ.Τ.: Είναι αναμφισβήτητο ότι βρισκόμαστε σε περίοδο κρίσης και, όπως όλες οι περίοδοι κρίσης, έτσι και αυτή συνεπιφέρει πολιτικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις που δεν μπορούσε κανείς να τις προβλέψει μέχρι σήμερα. Η παρούσα ανεπιφύλακτη σύμπλευση ενός μεγάλου μέρους της διανόησης, και θα έλεγε κανείς της φιλελεύθερης διανόησης, με αυτό το οποίο ονομάζεται μνημονιακή πολιτική, και οι συνακόλουθες νέες συσπειρώσεις που διαφαίνονται αυτή τη στιγμή στον ορίζοντα με αντικείμενο την άνευ όρων υποταγή στα κελεύσματα των υπερεθνικών κέντρων εξουσίας, δεν είναι παρά ένα σημείο των καιρών που προσημαίνει την ανακατάταξη του πολιτικού προσωπικού. Παρενθετικά, σπεύδω να πω ότι δεν βρίσκω ούτε σωστό ούτε σκόπιμο να οργανωθεί ολόκληρο το πολιτικό γίγνεσθαι πάνω στη βάση μιας αντιπαράθεσης μνημονιακών και αντιμνημονιακών, γιατί αυτό απλουστεύει τις αναλύσεις και οδηγεί ίσως σε μεγάλα λάθη σχετικά με τον τρόπο τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα. Αυτό δεν αναιρεί, ωστόσο, ότι το πολιτικό προσωπικό και το προσωπικό των διανοουμένων σε στιγμές κρίσης τείνει να ανακατατάσσεται. Δημιουργούνται νέα μέτωπα, νέες εστίες αντιπαράθεσης, νέες φιλοδοξίες, νέες προσωπικές σχέσεις και νέες προσωπικές συγκρούσεις. Γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω ότι η στιγμή είναι καίρια για να αναφανούν οι νέες βασικές γραμμές αντίθεσης ανάμεσα στην άνευ όρων υποταγή στο νεοφιλελεύθερο πρόταγμα και σε μία δύσκολη, αντιφατική και καθόλου προδιαγεγραμμένη πορεία ανασύνταξης μιας νέας Αριστεράς, μιας νέας ριζικής και ανατρεπτικής σκέψης, η οποία βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα.